Aphrodite

Ιβίσκος
Λουίζα
Χαμομήλι
Κάρδαμο

ΕΝΤΑΣΗ
Κάψουλες ανά
συσκευασία
1 κάψουλα
για ~220 ml+
Έτοιμο ~12''+
Χαρμάνι με όξινη και ελαφρώς πικρή γεύση, από βότανα της Ελλάδας και της Ανατολής. Το κύριο συστατικό, ο ιβίσκος, έχει διεγερτική και τονωτική δράση και ιδιότητες που ενισχύουν την αντοχή έναντι της φυσικής και νοητικής κόπωσης, ενώ συνεισφέρει στη νεφρική απέκκριση του νερού. Η λουίζα έχει διουρητική επίδραση. Το χαμομήλι ενισχύει τη φυσική άμυνα του οργανισμού και προάγει την απώλεια βάρους, ενώ οι αντιφλεγμονώδεις και αντιμικροβιακές ιδιότητες του κάρδαμου ενισχύουν την ανοσολογική απόκριση.

10,00

Ο μύθος
ΕΝΑ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Λέγεται ότι η νήσος Ρόδος οφείλει το όνομα της στον ρόδινο ιβίσκο, τον θάμνο με τα πολύ όμορφα και εντυπωσιακά κόκκινα, μεγάλα άνθη. Σύμφωνα με τον μύθο, το άνθος αυτό προσέφερε ο Ήλιος στη σύζυγο του Ρόδη, όταν παντρεύτηκαν και ονομάστηκε έτσι και το ηλιόλουστο νησί, όπου βρισκόταν το κέντρο λατρείας του Ήλιου και της μητέρας της Ρόδης, της θεάς Αφροδίτης. Μάλιστα, ο ολυμπιονίκης Διαγόρας έπεισε τους κατοίκους του νησιού να δημιουργήσουν ένα νέο σύμβολο μετά την ανεξαρτησία του, που τέθηκε υπό την προστασία του θεού Ήλιου, καθώς η λατρεία του ήταν κοινή σε όλη τη Ρόδο. Έτσι, πάνω στα νομίσματα της εποχής εμφανίζεται από τη μία η κεφαλήν του Ήλιου και από την άλλη ο ιβίσκος. Έχει επικρατήσει η συνήθεια το εικονιζόμενο άνθος σε νομίσματα, σφραγίδες αλλά και μονοπάτια από βότσαλα να ονομάζεται ρόδον, πιθανόν εν μέρει για να συνδέεται και με τη θεά Αφροδίτη, αναφερόμενο όμως κυρίως στο γηγενή ιβίσκο με το εντυπωσιακό του χρώμα, που αγαπά τα ηλιόλουστα μέρη.
Θρύλοι & Βότανα
(hibiscus sabdariffa, matricaria chamomilla, aloysia citrodora, elettaria cardamomum)
ΙΒΙΣΚΟΣ ΧΑΜΟΜΗΛΙ ΛΟΥΙΖΑ ΚΑΡΔΑΜΟ (ΚΑΚΟΥΛΕ)

Το όνομα ιβίσκος δόθηκε αρχικά στο φυτό Αλθαία από τον σημαντικό Έλληνα γιατρό και βοτανολόγο του 1ου μΧ. αιώνα, Διοσκουρίδη. Σύμφωνα με τον Ροδιακό μύθο, το άνθος αυτό προσέφερε ο Ήλιος στη σύζυγο του Ρόδη όταν παντρεύτηκαν και ονομάστηκε έτσι και το νησί όπου βρισκόταν το κέντρο λατρείας του Ήλιου και αλλά και τη μητέρας της Ρόδης, της θεάς Αφροδίτης. Για την καταγωγή του ιβίσκου ανταγωνίζονται η Κίνα και η Ινδία. Ήταν τόσα τα ευεργετικά του οφέλη που οι πλανόδιοι έμποροι της αρχαιότητας τον μετέφεραν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, δημιουργώντας πολυάριθμες ποικιλίες. Η αρχαία Αίγυπτος και η Κίνα είχαν τον ιβίσκο σε υψηλή εκτίμηση για χιλιάδες χρόνια, χρησιμοποιώντας τον για διατροφικούς, ιατρικούς και κοσμετολογικούς λόγους.

Στην Ινδία, ο ιβίσκος είναι ένα παραδοσιακό θεραπευτικό φυτό που χρησιμοποιούν στην Αγιουρβέδα. Οι εκεί έρευνες έχουν αποδείξει την αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δραστηριότητα του. Στην Ευρώπη μελέτες πάνω στο φυτό έκανε ο Φλαμανδός M. de L’ Obel το 1576.

Η λέξη χαμομήλι προέρχεται από το αρχαίο “χαμαίμηλον” (χαμαί + μήλον). Κατά τον Γαληνό, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν ως αντιπυρετικό και, κυρίως, κατά των διαλειπόντων πυρετών. Ο Αρίστων, ιατρός προγενέστερος του Ιπποκράτη, όπως αναφέρει ο Γαληνός, παρασκεύαζε με το χαμομήλι φάρμακο που ονόμαζε «κωλικήν» και το συνιστούσε κατά «παντός άλγους». Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε ως εμμηναγωγό, κατά της υστερίας και της λευκόρροιας. Ο Διοσκουρίδης και, αργότερα, ο Παύλος Αιγινίτης το συνιστούσαν ως αντιπυρετικό, διαλυτικό, παυσίπονο και εμμηναγωγό. Η Ασπασία (δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν η γυναίκα του Περικλή ή όχι), όπως αναφέρει ο Αέτιος, χρησιμοποιούσε το έγχυμα του χαμομηλιού στις ετοιμόγεννες γυναίκες γιατί ελάττωνε τους πόνους, κατά τον τοκετό και μετά από αυτόν. Η πιο γνωστή ποικιλία του χαμομηλιού που φύεται και ευδοκιμεί στη Μεσόγειο και ιδίως στην Πελοπόννησο, στην Πύλο, είναι η Chamomilla recutita. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιείται ευρέως, οι επιστήμονες ερευνητές συνεχίζουν ν' ανακαλύπτουν συνεχώς νέα στοιχεία σχετικά με τις ενεργές ουσίες και ιδιότητες που περιέχει, για τη βοήθεια παρασκευής διαφόρων σκευασμάτων φαρμακευτικής και καλλυντικής χρήσης.

Κατάγεται από τη Λατινική Αμερική (Αργεντινή, Χιλή, Περού και Ουρουγουάη). Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι έχει χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα ως συστατικό στη νοτιοαμερικανική μαγειρική και τη λαϊκή ιατρική. Πιστεύεται ότι οι Ίνκας (γύρω στο 1200–1572), ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν τα ιατρικά οφέλη αυτού του βοτάνου που έχει αντιοξειδωτικά, αγχολυτικά και αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα. Έβραζαν τα φυλλώδη στελέχη της λουΐζας για την παρασκευή τσαγιού. Στη λαϊκή ιατρική της Νότιας Αμερικής, έχει μακρά ιστορία ως αξιόπιστο βότανο για τη μείωση των πυρετών και τη θεραπεία μιας ποικιλίας πεπτικών διαταραχών όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια και μετεωρισμός. Μεταφέρθηκε στην Ευρώπη τον 17ο μ.Χ. αιώνα από Ισπανούς και Πορτογάλους εξερευνητές και καλλιεργήθηκε για την παραγωγή αιθέριου ελαίου. Το φυτό πήρε το όνομά του από την Maria Luisa Teresa, πριγκίπισσα της Πάρμας (1748 - 1819), και μετέπειτα βασίλισσα, σύζυγο του βασιλιά Καρόλου Δ΄ της Ισπανίας, η οποία προώθησε την καλλιέργεια της στον Βασιλικό Κήπο της Μαδρίτης και χρησιμοποιούσε το έλαιό της ως άρωμα.

Το κάρδαμο ή καρδάμωμο ονομάζεται «βασίλισσα των μπαχαρικών». Μια πραγματική βασίλισσα, η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, ήταν τόσο γοητευμένη από το άρωμά του, ώστε λένε πως έκαιγε τους σπόρους του σε ολόκληρο το παλάτι περιμένοντας τον Μάρκο Αντώνιο! Από τους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστές οι δυναμωτικές, θεραπευτικές, αλλά και αφροδισιακές ιδιότητές του. Οι ρίζες του καρδάμωμου (του ξερού μπαχαρικού) βρίσκονται στην Ινδία. Στα «πάτρια εδάφη» του, το καρδάμωμο φύτρωνε σε άγρια μορφή στα δάση της νότιας Ινδίας και, έως πριν από 200 χρόνια, προμήθευε το μπαχαρικό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Διαφορά ανάμεσα σε κάρδαμο και νεροκάρδαμο στην Ελλάδα

Το ελληνικό όνομα του φυτού, που έφτασε σε μας από την αρχαιότητα, κατάγεται πιθανώς από τη σανσκριτική λέξη kardamah, «περιέγραφε ένα εντελώς άγνωστο φυτό». Αυτά αποκαλούνται «cardamom» στις λατινογενείς γλώσσες. Το κάρδαμο, ωστόσο, δεν ανήκει στην ελλαδική χλωρίδα. Το φρέσκο ντόπιο χόρτο, που βρίσκουμε ενίοτε σε κάποιους πάγκους των λαϊκών αγορών, ονομάζεται “κάρδαμο” αλλά δεν έχει σχέση με το ξερό μπαχαρικό της Ανατολής. Πρόκειται για το «νεροκάρδαμο», μια πρασινάδα που φυτρώνει, όπως δηλώνει το όνομά της, κοντά στο νερό, σε λίμνες, ποτάμια ή ρυάκια και ευδοκιμεί στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.