Erodas

Δίκταμο
Τριβόλι
Τσουκνίδα
Μέντα
Γλυκάνισος

ΕΝΤΑΣΗ
Κάψουλες ανά
συσκευασία
1 κάψουλα
για ~220 ml+
Έτοιμο ~12''+
Ήπιο χαρμάνι, με επίγευση από πράσινες νότες, ένα αφροδισιακό ελιξίριο με κύριο βότανο τον «έρωντα» ή δίκταμο. Περιέχει τριβόλι, που συνεισφέρει στην αύξηση της ερωτικής επιθυμίας και επίδοσης ενώ στηρίζει την υγεία των αναπαραγωγικών οργάνων, τσουκνίδα, που αναζωογονεί τον οργανισμό και γλυκάνισο, που διεγείρει τις εκκρίσεις των αδένων.

15,00

Ο μύθος
ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Παντοδύναμος και ανίκητος, ο έρωτας αποτελεί την ισχυρότερη δύναμη του σύμπαντος. Πανταχού παρών ο μυθολογικός θεός Έρως, άχρονος και αέναος, σημαδεύει με τα πανίσχυρα του βέλη θνητούς και αθανάτους, που υποχωρούν και καθυποτάσσονται στη θέληση του μικρού φτερωτού θεού. Λέγεται μάλιστα, ότι κάποτε ο ίδιος ο Έρωτας έπεσε θύμα των βέλων του και ερωτεύτηκε την Ψυχή. Ως μυθολογικό ζευγάρι, ο Έρωτας και η Ψυχή βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν ανεμπόδιστα την αγάπη τους. Έκτοτε, το ομώνυμο βότανο που φυτρώνει σε ορεινές και απόκρημνες πλαγιές φαραγγιών και χαραδρών, συμβολίζει την αγάπη και τον έρωτα καθώς, δεδομένου ότι είναι τόσο δύσκολο να συλλεχθεί, μόνο οι πιο ένθερμοι νεαροί ερωτευμένοι θα σκαρφάλωναν στις πλαγιές και τα βαθιά φαράγγια της Κρήτης, για να δώσουν τα άνθη του στις αγαπημένες τους. Υπήρχε, όμως, και ένα ακόμα όφελος για κάτι τόσο ριψοκίνδυνο: το αντιοξειδωτικό ελιξίριο που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν ως αφροδισιακό.
Θρύλοι & Βότανα
(origanum dictamnus, tribulus terrestris, urticae folium conc., pimpinella anisum L.)
ΔΙΚΤΑΜΟ ΤΡΙΒΟΛΙ ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ ΓΛΥΚΑΝΙΣΟ

Στην αρχαιότητα, ο Κρητικός Δίκταμος ονομαζόταν και «αρτεμίδιο», δίνοντας στο φυτό το όνομα της θεάς που πλήγωνε με δηλητηριασμένα βέλη. Το άγαλμα της θεάς Aρτέμιδος η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των επιλόχων γυναικών έφερε στο κεφάλι της στεφάνι από δίκταμο. επίσης, κατά την αρχαιότητα θεωρούσαν το δίκταμο ικανό να απορρίπτει τα σιδερένια τόξα από τα πληγωμένα σώματα. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς αυτό έγινε γνωστό από τα αγριοκάτσικα της Κρήτης (τους Κρητικούς Aίγαγρους/Capra aegagrus), τα οποία όταν πληγώνονταν και έμενε το βέλος στο σώμα τους έτρωγαν δίκταμο και αυτό έπεφτε αμέσως. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ζώων Ιστορία μάς κάνει γνωστές τις παυσίπονες και επουλωτικές ιδιότητες του δίκταμου αναφέροντας τα εξής: “Επεί και εν Kρήτη φασί τας αίγας τας αγρίας όταν τοξευθώσι ζητείν το δίκταμνον δοκεί δε τούτον εκβλητικόν είναι των τοξευµάτων εν τω σώµατι ”.

Το δίκταμο είναι γνωστό από τη Μινωική εποχή, όταν οι Μινωίτες παρασκεύαζαν από το βότανο αρώματα και αλοιφές τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την επούλωση τραυμάτων και πληγών, καθώς και αρωματικά έλαια, κυρίως με ελαιόλαδο το οποίο και πρόσφεραν στους θεούς βασιλιάδες και ιερείς τους.

Επίσης, αρωματικούς οίνους, όπως τον δικταμνίτη οίνο μάς αναφέρει ο Διοσκουρίδης στο πέμπτο βιβλίο του Περί ύλης ιατρικής. Τα αρωματικά έλαια που παρασκεύαζαν από το βότανο είχαν τονωτικές και διεγερτικές ιδιότητες. Ο Πλίνιος αναφερόμενος στο δίκταμο λέει: «Tο φυτόν καλούμενον δίκταμον εις ουδέν άλλο μέρος φύεται ειμή εν τη νήσω Kρήτη ». Ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Φυτών Iστορίες γράφει: «Tο δίκταμο είναι φυτό που βγαίνει μόνο στη Κρήτη».

Ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.) στο βιβλίο του Περί Γυναικείας Φύσεως αναφέρει: «∆ικτάµνου Κρητικού όσον οβολόν, εν ύδατι ποιείν… τούτο και το έµβρυον εξελαύνει». Το ονομάζει ωκυτόκιον, σύνθετη λέξη από το επίθετο ωκύς, δηλαδή ταχύς, γρήγορος και το ουσιαστικό τόκος, δηλαδή τοκετός. Από τις πρώτες χρήσεις του, λοιπόν αναγνωρίστηκε για την επιτάχυνση του τοκετού. Χρησιμοποιούταν τότε, ως επουλωτικό και ως παυσίπονο.

Ο αρχαίος Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος γράφει στην Αινειάδα πως, όταν ο Αινείας, γιος της Αφροδίτης, τραυματίστηκε στον Τρωικό πόλεμο, η Αφροδίτη έτρεξε στην Κρήτη για να μαζέψει δίκταμο από τον Ψηλορείτη να το ακουμπήσει στις πληγές για να γιατρευτεί το τραύμα. Και το δίκταμο έκανε το θαύμα του. Το Βυζάντιο εισάγει από την Κρήτη μεγάλες ποσότητες του φυτού για την παρασκευή κυρίως αλοιφών. Τον Μεσαίωνα οι Ευρωπαίοι Τραππιστές και Βενεδικτίνοι μοναχοί χρησιμοποιούσαν το δίκταμο για την παρασκευή λικέρ που έφερε το όνομά τους, όπως η Τραππιστίνη και η Βενεδικτίνη, που θεωρούνται σπουδαία ορεκτικά και χωνευτικά απεριτίφ.

Η λαϊκή κρητική θεραπευτική χρησιμοποιούσε το δίκταμο σε αφεψήματα - βραστάρια σαν πανάκεια για όλες σχεδόν τις αρρώστιες. Στη γρίπη του 1918 στο Ηράκλειο, μας πληροφορεί η γνωστή λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκη, υπήρχε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε και πουλούσε σαν αντιγριπικό “έλαιο“, αιθέριο έλαιο από δάφνη, ρίγανη, φασκόμηλο και δίκταμο για εντριβές σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών της εποχής. Στη Γαλλία το χρησιμοποιούν από παλιά, μαζί με άλλα φυτά για την παρασκευή ενός ειδικού παρασκευάσματος κατά της διάρροιας με το όνομα Diascordium. Η Γαλλία ήταν η κυριότερη χώρα εξαγωγής Δικτάμου για φαρμακευτική και μυρεψική χρήση μέχρι το 1936. Εκείνη τη χρονιά εισήγαγε 10 τόνους ξερού δίκταμου στην τιμή των 800 δραχμών ανά κιλό. Δηλαδή η αξία της εξαγωγής ήταν 8.000.000 προπολεμικές δραχμές ποσό τεράστιο. Σήμερα το δίκταμο που εξάγεται στο εξωτερικό από την Κρήτη χρησιμοποιείται σαν αιθέριο έλαιο, στην αρωματοποιία, την ποτοποιία για παρασκευή Βερμούτ και Σαρτρέζ, αλλά και στη φαρμακευτική.

Την δεκαετία του ’20 ξεκίνησε η καλλιέργεια δίκταμου σε ολόκληρη την Κρήτη. Μέσα στην επόμενη δεκαετία σημειώθηκε ραγδαία αύξηση της παραγωγής, καθώς το χρόνο συλλέχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν δέκα τόνοι. Το 1940 η παραγωγή του βοτάνου έφτασε τους πενήντα τόνους. Το δίκταμο είχε γίνει γνωστό πλέον ακόμα και εκτός των συνόρων. Οι παραγωγοί ξένων χωρών έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο ελληνικό φυτό και οι εξαγωγές σε ποσοστό 80% ήταν και τότε κυρίως σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιαπωνία.

Σήμερα είναι περιζήτητο, σπάνιο και δυσεύρετο, διότι ο τόπος που το παράγει είναι μικρός και ο δίκταμος υπήρξε ένα βότανο µε ιδιαίτερη οικονοµική σηµασία στο παρελθόν - όπως άλλωστε και σήμερα – που η υπερβολική και αλόγιστη εκμετάλλευση του άγριου βοτάνου προκάλεσε μείωση του ακόμα και εξαφάνισή του σε ορισμένες περιοχές. Το δίκταμο σήμερα προστατεύεται από τη Συνθήκη της Βέρνης.

Το τριβόλι (Tribulus Terrestis / Τρίβολος ο Χερσαίος), γνωστό και με τις ονομασίες τριόλι, πεντάξυλο και κολλιτσίδα είναι ένα αρχαίο αγκαθωτό βότανο. Το όνομα του φυτού προέρχεται ακριβώς από τα τρία αγκάθια που έχει ο κάθε ένας από τους σπόρους του και είναι έτσι “σχεδιασμένο” από τη φύση ώστε πάντοτε κάποιο από τα αγκάθια να κοιτά προς τα πάνω. Οι αρχαίοι Έλληνες ορμώμενοι από τη δομή του φυτού κατασκεύασαν ένα σιδερένιο όπλο, το τετράεδρο ή τρίβολο, με τέσσερις αιχμηρές μύτες, εκ των οποίων η μία πάντα κινείται προς στα πάνω, με σκοπό την καταστροφή του ιππικού του αντιπάλου.

Προέρχεται από τη Νοτιοανατολική και Μεσογειακή Ευρώπη, την εύκρατη και τροπική Ασία, την Αφρική και τη βόρεια Αυστραλία. Η χρήση του από τα αρχαία χρόνια εμφανίστηκε στην παραδοσιακή ιατρική των μεγάλων πολιτισμών σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές, όπως η παραδοσιακή κινεζική ιατρική, η παραδοσιακή ινδική ιατρική (Αγιουρβέδα) και η παραδοσιακή ιατρική της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και αυτό έχει ορίσει την εθνοφαρμακολογική του σημασία ως φαρμακευτικό φυτό. Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, καταχωρήθηκε ως φάρμακο κορυφαίας ποιότητας στην πρώτη υπάρχουσα κινεζική φαρμακευτική μονογραφία «Shen Nong Ben Cao Jing». Στην κινεζική φαρμακοποιία, οι καρποί του έχουν χρησιμοποιηθεί για την τόνωση των νεφρών και ως διουρητικό και αποχρεμπτικό βήχα που βελτιώνει την όραση και για τη θεραπεία του κνησμού του δέρματος, του πονοκέφαλου, του ιλίγγου και του αποκλεισμού των μαστικών αγωγών. Στην Ινδική Αγιουρβέδα, οι καρποί χρησιμοποιούνταν για τη θεραπεία της στειρότητας, της ανικανότητας, της στυτικής δυσλειτουργίας και της χαμηλής λίμπιντο. Επιπλέον, οι ρίζες και οι καρποί θεωρείται ότι έχουν καρδιοτονικές ιδιότητες. Στο Σουδάν έχει χρησιμοποιηθεί ως μαλακτικό, στη θεραπεία φλεγμονωδών διαταραχών και στη νεφρίτιδα.

Το λατινικό της όνομα είναι urtica και το πήρε από τον Πλίνιο, εξαιτίας του καψίματος και της φαγούρας που προκαλεί, όταν έρχεται σε επαφή με το ανθρώπινο σώμα. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, για να αντιμετωπίσουν τους ψυχρούς χειμώνες κατά τη διάρκεια των εκστρατειών τους, τρίβονταν με τσουκνίδες. Οι αρχαίοι Έλληνες την έτρωγαν. Ο ίδιος ο πατέρας της ιατρικής ο Ιπποκράτης την είχε χαρακτηρίσει πριν από 2.500 χρόνια, “πανάκεια” δηλαδή την είχε εντάξει στα φυτά που κάνουν για όλες τις ασθένειες και την χρησιμοποιούσε σε περισσότερες από εξήντα συνταγές του. Ο Έλληνας ιατρός Γαληνός στο βιβλίο του “De Simplicibus Medicamentis ad Paternainum (espurio)” την συνιστούσε για πολλές παθήσεις. Η δράση της τσουκνίδας καταγράφηκε επίσης από το Χρύσιππο, τον Αριστοφάνη και τον Ησίοδο. Έχει διασωθεί απόσπασμα του Αριστοφάνη, ο οποίος συνιστούσε στους Αθηναίους να φυτεύουν ακόμη και άγριες τσουκνίδες στους κήπους τους. Ο Απίκιος συμβούλευε μερικούς αιώνες πριν: «Όταν ο ήλιος βρίσκεται στον Κριό, κόψε θηλυκές τσουκνίδες για να τις χρησιμοποιείς για φάρμακο». Ακόμη, ο ίδιος συγγραφέας μας έχει παραδώσει συνταγή για τσουκνίδες ομελέτα με καλής ποιότητας ελαιόλαδο και άφθονο πιπέρι. Ο Πετρώνιος, συγγραφέας σύγχρονος του Νέρωνα, έγραφε ότι για να επανακτήσουν οι άνδρες τη χαμένη τους σεξουαλικότητα, θα έπρεπε κάποιος να τους μαστιγώσει με μια δέσμη από τσουκνίδες στον αφαλό, τα νεφρά και τα οπίσθια! Οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν την τσουκνίδα για την θεραπεία της ακμής, της διάρροιας και για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Στον κόσμο της ιατρικής, η τσουκνίδα έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της πνευμονίας, τους ρευματισμούς, την αντιμετώπιση των αλλεργιών και του άσθματος.

Ο σπόρος του γλυκάνισου είναι ίσως από τα πρώτα μπαχαρικά που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Καλλιεργείται στην Αίγυπτο για τουλάχιστον 4.000 χρόνια. Γνωστός λοιπόν από την αρχαιότητα, από την αρχαία Κίνα όπου το γλυκάνισο λατρευόταν ως ιερό φυτό μέχρι την αρχαία Ελλάδα, όπου ο Ιπποκράτης το χρησιμοποίησε για να κατασκευάσει ένα είδος κρασιού. Ο Ιπποκράτης πίστευε ότι ο γλυκάνισος σταματούσε το φτάρνισμα και το χρησιμοποιούσε για τη δυσοσμία των γεννητικών οργάνων κ.ά. Οι Αιγύπτιοι τον χρησιμοποιούσαν, μαζί με το κύμινο και τη ματζουράνα, για τη μουμιοποίηση των νεκρών. Από εκείνα τα μακρινά χρόνια άρχισε να χρησιμοποιείται στην ιατρική, αλλά και σε μαγικές πρακτικές. Επίσης, από την αρχαιότατη εποχή χρησιμοποιούσαν το γλυκάνισο για τον αρωματισμό διάφορων γλυκισμάτων και άρτων. Στη Ρώμη, για παράδειγμα, ήταν ευρέως διαδεδομένο το κρασί του Ιπποκράτη, που αποτελούνταν από νερό, κρασί και γλυκάνισο. Πίστευαν, και μάλλον το είχαν διαπιστώσει στην πράξη, ότι είχε πολλές θεραπευτικές και αφροδισιακές ιδιότητες. Παράλληλα, μαζί με κάποιο άλλο βότανο, για παράδειγμα τίλιο ή λουίζα, καταπραΰνει το νευρικό σύστημα και βοηθάει στον ύπνο. Στα Βυζαντινά χρόνια χρησιμοποιούσαν σπόρους γλυκάνισου για να φτιάχνουν τον “ανισίτη οίνο”. Πίστευαν ότι “δυσουρίαν παύει και σπλάγχνα ωφελεί”. Το γλυκάνισο ήταν ένα από τα αγαπημένα υλικά που χρησιμοποιούσε ο Κρατεύας ο Ριζοτόμος, βοτανολόγος και προσωπικός γιατρός του Μιθριδάτη VI, που το 302 π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Μαζί με ακόμα 36 συστατικά έφτιαξε το περίφημο «mithradatium», ένα ποτό που λέγεται ότι θωράκισε τον βασιλιά του από κάθε νόσο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον γλυκάνισο αφροδισιακό («συνουσίαν παρορμά» σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη) και πίστευαν ότι διατηρεί τη νεανικότητα και διώχνει τα κακά όνειρα όταν τοποθετηθεί κάτω από το μαξιλάρι τη νύχτα. Επίσης πίστευαν ότι για να είναι άνετο το ταξίδι, εκείνοι που ταξίδευαν σε μεγάλες αποστάσεις έπρεπε να πίνουν ποτά με γλυκάνισο. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε ως διουρητικό και εφιδρωτικό, αλλά και ως φάρμακο εναντίον των πονοκεφάλων. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι γυναίκες που επρόκειτο να γεννήσουν, όταν μύριζαν γλυκάνισο είχαν εύκολο τοκετό.